- νουβέλα
- Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον σκοπό να διεγείρει ευχάριστα το ενδιαφέρον του ακροατή και του αναγνώστη. Το είδος απαντάται και στη λαϊκή λογοτεχνία (ως συγγενές προς το παραμύθι) και στην προσωπική, όπου όμως η λαϊκή προέλευσή του είναι εμφανής.
Πολύ αρχαία και πολύ πλούσια είναι η ανατολική ν., ιδιαίτερα εκείνη που αναπτύχθηκε στον ινδικό χώρο. Αριστούργημα της λογοτεχνίας στη σανσκριτική είναι το έργο Παντσατάντρα (Πέντε κεφάλαια), αβέβαιου δημιουργού, της περιόδου μεταξύ 4ου και 6ου αι. μ.Χ. Σ’ ένα πλαίσιο ηθικολογικού και παραδειγματικού χαρακτήρα, που επηρέασε αργότερα τις τάσεις της μεσοανατολικής και ευρωπαϊκής νουβελογραφίας, εξελίσσονται - επιδέξια παρεμβαλόμενες - φανταστικές ιστορίες ζωηρές και έξυπνες, στις οποίες συχνά πρωταγωνιστές είναι τα ζώα. Πολύ σημαντικό είναι και το έργο Χιτο-παντέσα (Η σωτήρια διαπαιδαγώγηση), του Ναραγιάνα, γραμμένο στην περίοδο μεταξύ 9ου και 14ου αι. μ.Χ. που προέρχεται κατά ένα μέρος από το έργο Παντσατάντρα, αλλά έχει πλουτιστεί με δεκαεπτά νέες ιστορίες και με έναν πιο εμφανή παιδαγωγικό χαρακτήρα.
Στη Μέση Ανατολή η ν. κινείται συχνά στα ίχνη της ινδοστανικής παράδοσης. Έτσι π.χ. η περίφημη συλλογή Καλίλα και Ντίμνα προήλθε σχεδόν ολοκληρωτικά από την Παντσατάντρα και το Σεντεμπάρ ή Βιβλίο (ή μυθιστόρημα) του Σιντιμπάντ (ή Σίντμπαντ) από το ινδοστανικό πρωτότυπο του Βιβλίου των Επτά Σοφών. Πολύ δύσκολο είναι, εξάλλου, να ακολουθήσουμε τις πολύπλοκες μεταναστεύσεις αυτών των θεμάτων και μορφών ν. μέσα στη σύγχυση των μεταφράσεων στις διάφορες γλώσσες· περσική της εποχής των Σασσανιδών, συριακή, ελληνική, εβραϊκή, αραβική (κι αργότερα καστιλιάνικη, ιταλική, νεοπερσική). Ο ωριμότερος καρπός της αραβικής νουβελογραφίας αντιπροσωπεύεται από τις Χίλιες και μία νύχτες. Από τους Μαυριτανούς της Ισπανίας αυτή η κληρονομία των θεμάτων και της φαντασίας πέρασε στην Ευρώπη και στις χριστιανικές λογοτεχνίες της Δύσης. Περίπου στα μέσα του 13ου αι. με πρωτοβουλία του βασιλιά Αλφόνσου Ι’ του Σοφού, πραγματοποιήθηκαν σε δημοτική καστιλιανική διάλεκτο οι πρώτες μεταφράσεις των αραβικών ν. Αλλά ήδη στο α’ μισό του 11ου αι. ο Ισπανοεβραίος Πέντρο Αλφόνσο είχε δώσει με τη συλλογή Disciplina clericalis (στα λατινικά) ένα αφηγηματικό υπόδειγμα, προς το οποίο θα είναι στραμμένοι σχεδόν όλοι οι Ευρωπαίοι συγγραφείς των δύο επόμενων αιώνων. Στη φάση αυτή υπερέχει ο ηθικολογικός και παραδειγματικός χαρακτήρας της ν., που αποβλέπει στο να «παιδεύει» τέρποντας.
Ύστερα από διάφορους πειραματισμούς, μεταξύ των οποίων μπορούν να αναφερθούν οι μορφές έμμετρου διηγήματος, όπως τα lais, και λαϊκής σάτιρας, όπως οι φαμπλιό (fabliaux), είδη, που αναπτύχθηκαν και τα δύο στον γαλλικό χώρο από τον 13o έως τον 14o αι., φτάνουμε στη μέγιστη φάση της δυτικής ν., που είναι ο 14ος αιώνας, με το Δεκαήμερο (1348-53) του Βοκάκιου και τα Διηγήματα του Καντέρμπερι του Τσόσερ (που συλλέχτηκαν περίπου το 1387). Στο σημείο αυτό η ν. έχει ήδη χάσει τον αρχικό χαρακτήρα της ηθικής διαπαιδαγώγησης και γίνεται μια ελεύθερη και καλλιτεχνική δημιουργία της φαντασίας, που χαρακτηρίζεται συχνά από ένα ζωηρό λαϊκό πνεύμα.
Το παράδειγμα του Βοκάκιου κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή νουβελογραφία για αρκετούς αιώνες. Ειδικά τον 16o αι. μια τέτοια επίδραση υπήρξε ορατή, τόσο στην Ιταλία όσο και στις άλλες χώρες. Η πιο ενδιαφέρουσα συλλογή της εποχής αυτής είναι ίσως το Επταήμερο (Heptameron) της Μαργαρίτας, βασίλισσας της Ναβάρας, όπου επανεμφανίζονται ενδιαφέρουσες ανησυχίες ηθικής και θρησκευτικής τάξης.
Tον 17o αι., ενώ άρχισε να παρακμάζει σιγά-σιγά με την επανειλημμένη απομίμηση το βοκακικό πρότυπο, ο Θερβάντες έθεσε την ιδιοφυΐα του στην υπηρεσία μιας πιο ευέλικτης και ρεαλιστικής μορφής του είδους, δημιουργώντας με τις Υποδειγματικές νουβέλες (1613) μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και πλούσιες συλλογές που υπάρχουν.
Κατά τους 17o και 18o αι. το είδος παράκμασε, για να αναστηθεί με τον ρομαντισμό. Ένας ξεχωριστός τονισμός του αισθηματικού και ψυχολογικού στοιχείου είναι η χαρακτηριστικότερη όψη της ρομαντικής ν., στην οποία σποραδικά φανερώνονταν και τα ρεαλιστικά προμηνύματα, που απέκτησαν πιο ώριμη εξέλιξη στο β’ μισό του 19ου αι. Οι σημαντικότεροι συγγραφείς ν. την περίοδο αυτή υπήρξαν στη Γερμανία οι Κλάιστ, Τικ, Χόφμαν· στη Γαλλία οι ντε Βινί, Ντε Μισέ, Μεριμέ· στη Ρωσία ο Πούσκιν και ο Γκόγκολ.
Σε όλες αυτές τις φάσεις, από την εποχή του ινδικού Παντσατάντρα, οι μελετητές της συγκριτικής λαϊκής φιλολογίας ανακάλυψαν άνετα τους λαϊκούς διηγηματικούς πυρήνες, τους oποίους ανέπτυξαν οι διάφοροι συγγραφείς, ανάλογα με το πνεύμα της κάθε εποχής και τις προσωπικές κλίσεις του καθενός. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις διακρίνεται εκείνο που χαρακτηρίζει πάντα τη λαϊκή ν. και την ξεχωρίζει από το κυρίως παραμύθι: η αποφυγή υπερφυσικών και μαγικών στοιχείων- η ν., αντίθετα με το παραμύθι, έχει έναν πραγματικό χαρακτήρα.
Στα νεότερα χρόνια, η μορφή της ν. στην προσωπική λογοτεχνία άρχισε να συγχέεται όλο και περισσότερο με το διήγημα, ώσπου έχασε τα ακριβή χαρακτηριστικά του είδους. Δεν είναι όμως δυνατό να λησμονήσουμε τους λεπτότατους εκείνους συγγραφείς και τα σύντομα διηγήματα, τα δοκίμια ή τις ρεαλιστικές ν. τους, οι οποίοι, στη φάση αυτή, είναι οι Μοπασάν, Τσέχοφ, Βέργκα, Κέλερ και, με πιο τονισμένα τα ηθογραφικά και συμβολικά ενδιαφέροντα, οι Αμερικάνοι Χόουθορν και Μέλβιλ, που ακολούθησαν το μεγάλο παράδειγμα της φαντασίας του Πόε.
Στον 20ό αι., η ν. τελικά ταυτίζεται οριστικά με το σύντομο διήγημα. Δάσκαλοι αυτού του είδους, το οποίο μπορεί να οριστεί ακόμα πιο δύσκολα, είναι ο Τζόις στους Δουβλινέζους, ο Άντερσον, ο Χεμινγουέι.
Πίνακας του Μποτιτσέλι εμπνευσμένος από το «Δεκαήμερο» (Πράντο, Μαδρίτης).
Η ευρωπαϊκή νουβέλα ξεκινά από το Βοκκάκιο. Μικρογραφία από χειρόγραφο του 13ου αι. της «Καλίλα και Ντίμνα», αραβικής νουβέλας με αισθηματική υπόθεση.
* * *ηβλ. νουβέλλα.
Dictionary of Greek. 2013.